Ο Θεόδωρος Ζιάκας γεννήθηκε το 1798 στο Μαυρονόρος Γρεβενών. Ήταν οπλαρχηγός από παλιά οικογένεια κλεφτών και αρματολών, που πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες από τα μέσα του 18ου αιώνα ως τα τέλη του 19ου, συμμετέχοντας και στην Ελληνική επανάσταση του 1821 καθώς και στις επαναστάσεις της Μακεδονίας του 1854 και του 1878.
Πατέρας του ήταν ο γερο-Ζιάκας (Γεώργιος Ζιάκας) (1730 - 1810), πρωτοπαλίκαρο κατά το 1750 του λήσταρχου και αρματολού Ντελή - Δήμου της επαρχίας των Γρεβενών επί Κουρτ Πασά. Όπως υποστηρίζει ο γυμνασιάρχης Χρ. Ενισλείδης ο γερο-Ζιάκας έχασε την οικογένειά του κατά την διάρκεια των αγώνων του προς τους Τούρκους και ξαναπαντρεύτηκε σε προχωρημένη ηλικία. Το 1814 γέρος και κουρασμένος από τους συνεχείς αγώνες άφησε την διοίκηση του καπετανάτου στον μικρής ηλικίας πρωτότοκο γιο του, Γιαννούλα. Ο Γιαννούλας για να αντιμετωπίσει καλύτερα τα στίφη των ληστών και των τουρκαλβανών, κράτησε μόνο τις περιφέρειες Γρεβενών και Βεντζιών και διέθεσε τις άλλες δύο σε συγγενείς και τον αδερφό του Θεόδωρο, όταν έφτασε στη κατάλληλη ηλικία.
Το 1826, ο Μεχμέτ αγάς των Γρεβενών μαζί με την οικογένεια των Μακραίων επιτέθηκε εναντίον της οικίας των Ζακαίων. Σε αντίθεση με τον αδερφό του, Γιαννούλα, που σκοτώθηκε στη μάχη, ο Θεόδωρος κατάφερε να σωθεί και να καταφύγει στην ελεύθερη Ελλάδα. Εκεί δεν έμεινε για πολύ, καθώς δυο χρόνια μετά επέστρεψε στην επαρχία Γρεβενών (Έχοντας πάντα στο μυαλό του την εκδίκηση για το θάνατο του πατέρα του) και ανέλαβε την αρχηγία στο αρματολίκι. Ο Ζιάκας μετέφερε το λημέρι του από τα Γρεβενά στην Πίνδο, στην ορεινή Βάλια Κάλντα.
Ύστερα από τη φήμη για τη λήξη των εχθροπραξιών με τους Τούρκους στη νοτιότερη Ελλάδα και τη δημιουργία κράτους, ο Θεόδωρος και άλλοι σημαντικοί οπλαρχηγοί και δημογέροντες βρέθηκαν στον Όλυμπο σχεδιάζοντας τις επόμενες κινήσεις τους. Όταν αντιλήφθηκαν ότι πλέον το θέμα της απελευθέρωσης της Ελλάδας και του καθορισμού των συνόρων είχε περάσει στη δικαιοδοσία των μεγάλων δυνάμεων, πολλοί οπλαρχηγοί, μαζί και ο Θεόδωρος Ζιάκας, κατέφυγαν στην ελεύθερη Ελλάδα. Όσοι έμειναν στις εκτός συνόρων περιοχές του νέου Ελληνικού κράτους αναγκάστηκαν να συμβιβαστούν.
Παρ΄όλα αυτά, σχέδιο του Ζιάκα ήταν πάντα, να επιστρέψει στον τόπο καταγωγής του, να συνεχίσει τον αγώνα και να εκδικηθεί για τη προδοσία και το φόνο του αδερφού του. Σύμφωνα με τις εφημερίδες τις τότε εποχής ο Θεόδωρος Ζιάκας πέρασε τα ελληνοτουρικικά σύνορα στις αρχές Φεβρουαρίου 1854 με 700 οπλοφόρους και αφού ενώθηκε με τους επαναστατημένους συντρόφους του, οργάνωσε την εξέγερση της Δυτικής Μακεδονίας κατά των Τούρκων. Στη πορεία προς τη Δυτική Μακεδονία, αντιμετώπισε συχνά μεγαλύτερα τούρκικα τμήματα στρατού (αποτελούμενα από τουρκομάνους και τουρκαλβανούς), απωθώντας τα όλα χωρίς σημαντικές απώλειες. Φθάνοντας στο τόπο καταγωγής του προετοίμασε το έδαφος για γενική εξέγερση, στρατολογώντας άντρες και καταλαμβάνοντας στρατηγικές θέσεις μεταξύ Μετσόβου- Γρεβενών. Στη μάχη του Σπηλαίου Γρεβενών, αμέσως μετά τη μάχη στο σημερινό Καρπερό Γρεβενών, το Μάιο του 1854, ο Θεόδωρος Ζιάκας αντιμετώπισε κατά τις μέρες 28 Μαΐου-1 Ιουνίου του 1854 με 300 άνδρες 12.000 Τουρκαλβανούς με επικεφαλής τον Αβδή Πασά.
Εσείς βουνά των Γρεβενών και πεύκα του Μετσόβου,
λίγο για χαμηλώσετε μιας τουφεκούλας τόπο,
για να φανούν τα Γρεβενά κι αυτό το Μέγα Σπήλιο,
που πολεμούν οι Έλληνες με του Αβδή τ’ ασκέρι.
Τρεις μέρες κάνουν πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
χωρίς νερό, χωρίς ψωμί, χωρίς κάνα μαντάτο.
Πέφτουν τα βόλια σαν βροχή, τα τόπια σαν χαλάζι
κι αυτά τα λιανοντούφεκα σαν την ψιλή βροχούλα.
Κι’ Αβδή πασάς εφώναξε, Αβδή πασάς φωνάζει.
- Ζιάκα πάψε τον πόλεμο, πάψε και το ντουφέκι
να κατακάτσ’ ου κουρνιαχτός, να σηκωθεί αντάρα,
να βρούνε οι μάνες τα παιδιά και τα παιδιά τις μάνες
να βρει κι η χήρα τον υγιό, π’ άλλον υγιό δεν έχει,
να μετρηθούμε κι εμείς να δούμε πόσοι λείπουν.
Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν τρεις χιλιάδες,
μετριούνται τα Ελληνόπουλα και λείπουν τρεις λεβέντες.
Δημοτικό τραγούδι
Στη μάχη αυτή ο Θεόδωρος Ζιάκας αντιστάθηκε στους πολύ περισσότερους αντιπάλους για πολλές μέρες. Όταν τα πολεμοφόδια τελείωσαν, έδωσε εντολή ν' αδειάσουν τα βαρέλια του κρασιού που υπήρχαν στο χωριό, όπου υπήρχαν σημαντικές καλλιέργειες αμπελιών, να τα γεμίσουν με πέτρες και να τ' αφήσουν από ψηλά να κατρακυλήσουν προς τη μεριά των εχθρών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν πολλοί απ' αυτούς ( Τουλάχιστον 600 σύμφωνα πηγές της εποχής). Συνέχισε να πολεμά, αλλά όταν η κατάσταση είχε αρχίσει να δυσχεραίνει, αποδέχτηκε τη μεσολάβηση των ξένων διπλωματών και κατόρθωσε να μεταφέρει 1.000 γυναικόπαιδα στην ελεύθερη Ελλάδα (Λαμία). Οι ξένοι διπλωμάτες δεν υποστήριζαν σε καμία περίπτωση την επανάσταση καθώς οι δυτικές χώρες θεώρησαν πως οι εξεγέρσεις των αλύτρωτων ελληνικών περιοχών είχαν σχέση με τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1854-1856), αφορμή του οποίου στάθηκε μια διένεξη Λατίνων και ορθόδοξων μοναχών στα Ιεροσόλυμα.
Ο Θόδωρος Ζιάκας, ο οποίος έζησε στη συνέχεια στη Λαμία, πέθανε το 1882 στην Αταλάντη σε ηλικία 84 χρονών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου